κατάλληλος
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
Vychází ze starořeckého spojení κατά ἀλλήλων, zhruba ve smyslu "(po)dle sebe navzájem". Srovnej např. αλληλεγγύη, αλληλογραφία, υπάλληλος apod.
Číslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | κατάλληλος | κατάλληλη | κατάλληλο | κατάλληλοι | κατάλληλες | κατάλληλα |
genitiv | κατάλληλου | κατάλληλης | κατάλληλου | κατάλληλων | κατάλληλων | κατάλληλων |
akuzativ | κατάλληλον | κατάλληλη | κατάλληλο | κατάλληλους | κατάλληλες | κατάλληλα |
vokativ | κατάλληλε | κατάλληλη | κατάλληλο | κατάλληλοι | κατάλληλες | κατάλληλα |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.