Το λευκό ή άσπρο είναι χρώμα το οποίο έχει υψηλή φωτεινότητα, αλλά μηδενική απόχρωση. Ακριβέστερα, περιέχει όλα τα χρώματα στο ορατό φάσμα, αν και μερικές φορές περιγράφεται ως συνδυασμός όλων των χρωμάτων (π.χ. όταν εφαρμόζεται το σύστημα CMYK). Το λευκό δηλαδή είναι η παρουσία όλων των χρωμάτων. Πρακτικώς, το λευκό είναι το αντίθετο του μαύρου, που αντιστοιχεί στην απουσία χρώματος.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.
Η αίσθηση του λευκού φωτός μπορεί να δημιουργηθεί αναμιγνύοντας (με την μέθοδο που ονομάζεται «προσθετική ανάμιξη») κατάλληλες εντάσεις των βασικών χρωμάτων του φάσματος: κόκκινο, πράσινο και μπλε, αλλά ο φωτισμός που παρέχεται με αυτή την τεχνική έχει σημαντικές διαφορές από αυτόν που παράγεται με την πυράκτωση. Στη δεύτερη περίπτωση, πρόκειται για μετατόπιση του φάσματος της θερμικής ακτινοβολίας του πυρακτωμένου σώματος καθώς αυξάνεται η θερμοκρασία (βλέπε και Μέλαν σώμα).
Το λευκό είναι αχρωματικό χρώμα. Αχρωματικά χρώματα, δηλαδή χρώματα χωρίς χρώμα, καλούνται τα χρώματα που δεν αντιστοιχούν σε ακτινοβολία κάποιου συγκεκριμένου μήκους κύματος όπως τα ξεχωριστά χρώματα στο ορατό φάσμα του φωτός, αλλά τα κατατάσσουμε στα χρώματα γιατί έτσι τα αντιλαμβάνεται ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Αχρωματικά χρώματα θεωρούνται το λευκό, το μαύρο και το γκρι, που είναι ανάμιξη του λευκού και του μαύρου. Κύριο χαρακτηριστικό των αχρωματικών χρωμάτων είναι ότι δεν έχουν αποχρώσεις.
Στην πράξη βέβαια, ειδικότερα το λευκό έχει κάποιες αποχρώσεις, όπως το εκτυφλωτικό λευκό, το λευκό προς ανοιχτό ασημί, το «ζαχαρί» και άλλες.
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ταύτιζαν το λευκό με τις καταστροφές στις καλλιέργειες και τον θάνατο, γιατί τους θύμιζε την έρημο και τους σκελετούς των νεκρών ζώων που υπήρχαν σε αυτήν.
Στην Κίνα θεωρείται το χρώμα της δυστυχίας και του πένθους, και για αυτό το φοράνε στις κηδείες.
Στις Χριστιανικές κοινωνίες θεωρείται το χρώμα της αγνότητας, ενώ ειδικότερα στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είναι το σύνηθες χρώμα της ενδυμασίας των κληρικών. Αντιθέτως, στην Ορθόδοξη Εκκλησία το σύνηθες χρώμα της ενδυμασίας των κληρικών είναι το μαύρο, ως ένδειξη πένθους για τις αμαρτίες της ψυχής, με εξαίρεση τους υψηλόβαθμους κληρικούς, όπου προτιμάται το λευκό. Στην πράξη, ωστόσο, και στους ρωμαιοκαθολικούς προτιμάται συχνά το μαύρο στις διαχριστιανικές συναντήσεις μεταξύ διαφορετικών δογμάτων. Μοναδική εξαίρεση είναι ο Πάπας, που έχει καθιερωθεί επίσημα από το 1566, από τον Πάπα Πίο Ε΄, να φέρει πάντα λευκή ενδυμασία.
Ball, Philip (2001). Bright Earth – Art and the Invention of Colour. Penguin Group. ISBN978-2-7541-0503-3.
Victoria Finlay: Das Geheimnis der Farben. Eine Kulturgeschichte. Aus dem Englischen übersetzt von Charlotte Breuer und Norbert Möllemann. Claassen, München 2003, ISBN 3-546-00329-2, S. 129–157.
M. H. Bernd Hering: Weiße Farbmittel. Ein Nachschlagewerk für Konservatoren, Restauratoren, Studenten, Architekten, Denkmalpfleger, Kunstwissenschaftler, Maler, Sachkundige und Interessierte. Eigenverlag, Fürth 2000, ISBN 3-00-005887-7.
Barbara Oettl: Weiß in der Kunst des 20.Jahrhunderts. Studien zur Kulturgeschichte einer Farbe. Verlag Schnell & Steiner, Regensburg 2009, ISBN 978-3-7954-2092-5.