Ψυχοδραστική ουσία
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ψυχοδραστική ουσία, λέγεται και ψυχοτρόπος ουσία, είναι η ουσία η οποία επηρεάζει τις λειτουργίες του κεντρικού νευρικού συστήματος.[2] Μπορεί να αναστείλει ή να διεγείρει τη μετάδοση της νευρικής ώσης, να μειώσει ή να αυξήσει την ευαισθησία των νευρικών απολήξεων στα περιφερικά νεύρα και να επηρεάσει διαφορετικούς τύπους υποδοχέων και συνάψεων.[3][4] Έτσι, επηρεάζει τον τρόπο λειτουργίας του εγκεφάλου και προκαλεί αλλαγές στη διάθεση, στην επίγνωση, στις σκέψεις, στα συναισθήματα ή στη συμπεριφορά.[1][5]
Ψυχοδραστικές ουσίες είναι ένας γενικός όρος που αναφέρεται τόσο στα ψυχοφάρμακα που χρησιμοποιούνται στην ψυχιατρική, όπως τα αντικαταθληπτικά, όσο και στις ναρκωτικές ουσίες, όπως τα ψυχοδιεγερτικά, τα παραισθησιογόνα, και τα οπιοειδή.[3][6]
Ορισμένες κατηγορίες ψυχοδραστικών ουσιών, που έχουν θεραπευτική αξία, συνταγογραφούνται από γιατρούς και άλλους επαγγελματίες υγείας. Παραδείγματα περιλαμβάνουν αναισθητικά, αναλγητικά, αντισπασμωδικά και αντιπαρκινσονικά φάρμακα, καθώς και φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία νευροψυχιατρικών διαταραχών, όπως αντικαταθλιπτικά, αγχολυτικά, αντιψυχωσικά και διεγερτικά φάρμακα. Ορισμένες ψυχοδραστικές ουσίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν στα προγράμματα αποτοξίνωσης και αποκατάστασης ατόμων που εξαρτώνται από ή είναι εθισμένα σε άλλες ψυχοδραστικές ουσίες.
Οι ψυχοδραστικές ουσίες συχνά επιφέρουν υποκειμενικές (αν και αυτές μπορεί να παρατηρηθούν και αντικειμενικά) αλλαγές στη συνείδηση και στη διάθεση που ο χρήστης μπορεί να βρει ικανοποιητικές και ευχάριστες (π.χ. ευφορία ή αίσθηση χαλάρωσης) ή επωφελείς με αντικειμενικά παρατηρήσιμο ή μετρήσιμο τρόπο (π.χ. αυξημένη εγρήγορση). Η παρατεταμένη χρήση κάποιων ουσιών μπορεί να προκαλέσει σωματική ή ψυχολογική εξάρτηση ή και τα δύο, που σχετίζεται με σωματικές ή ψυχολογικο-συναισθηματικές καταστάσεις στέρησης αντίστοιχα. Η αποκατάσταση από τις ουσίες αυτές επιχειρεί να μειώσει τον εθισμό, μέσω ενός συνδυασμού ψυχοθεραπείας, ομάδων υποστήριξης και χρήσης άλλων ψυχοδραστικών ουσιών.
Οι κυβερνητικοί έλεγχοι για την παρασκευή, την προμήθεια και τη συνταγογράφηση προσπαθούν να μειώσουν την προβληματική χρήση ουσιών που προκαλούν εξάρτηση. Σε διεθνές επίπεδο, οι ουσίες αυτές ελέγχονται από μια σειρά από συμβάσεις, όπως η Ενιαία σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα ναρκωτικά (1961), η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις ψυχοτρόπες ουσίες (1971) και η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών (1988).[2]