Ορειβάσιος
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ορειβάσιος ή Οριβάσιος (περ. 320 – περ. 400) ήταν αρχαίος Έλληνας ιατρός και ιατρικός συγγραφέας. Υπήρξε ο προσωπικός ιατρός του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Ιουλιανού, του αποκαλούμενου και «Παραβάτη». Σπούδασε στην Αλεξάνδρεια με δάσκαλο τον ιατρό Ζήνωνα από την Κύπρο πριν ενσωματωθεί στην ακολουθία του Ιουλιανού. Γνωρίζουμε ότι ήταν παρών στη στέψη του Ιουλιανού ως Αυτοκράτορα το 361 και ότι παρέμεινε στο πλευρό του μέχρι τον θάνατό του το 363. Στη συνέχεια, ο Ορειβάσιος κατέφυγε σε ξένες βασιλικές αυλές για ένα χρονικό διάστημα, αλλά αργότερα ανακλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Ουάλη.
Ορειβάσιος | |
---|---|
Γέννηση | 325 (περίπου)[1] Πέργαμος |
Θάνατος | 403 (περίπου)[1][2][3] |
Υπηκοότητα | Αρχαία Ρώμη |
Τέκνα | Eustathios |
Επιστημονική σταδιοδρομία | |
Αξίωμα | Κοιαίστωρ του ιερού παλατιού |
Ιδιότητα | ιατρός και συγγραφέας |
δεδομένα (π • σ • ε ) |
Τα κυριότερα έργα του Ορειβασίου, γραμμένα κατ' απαίτηση του Ιουλιανού, είναι δύο συλλογές αποσπασμάτων έργων προγενέστερων ιατρών, μία συλλογή αποσπασμάτων του Γαληνού και οι Collectiones, μία μεγάλη συγκέντρωση αποσπασμάτων από ιατρικούς συγγραφείς του αρχαίου κόσμου. Το πρώτο από τα έργα αυτά έχει χαθεί ολοκληρωτικά και μόλις τα 25 από τα 70 ή 72 βιβλία των Collectiones διασώζονται. Τα πρώτα 5 από αυτά τα 25 βιβλία έχουν ως θέμα τη διατροφή[4]. Αρκετά αποσπάσματα προγενέστερων συγγραφέων που περιέχονται στο έργο αυτό θα είχαν χαθεί διαφορετικά. Ανάμεσα σε αυτά είναι και η αρχαιότερη γνωστή περιγραφή ενός κόμβου που συνοδεύεται από σχέδιο, αυτή του πλίνθιου βρόχου από τον `Ελληνα ιατρό Ηρακλά[5][6].
Σύμφωνα με τον θρύλο που παραδίνει ο Αρειανός ιστορικός Φιλοστόργιος, το 362, ως απεσταλμένος του Αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη, ο Ορειβάσιος επισκέφθηκε το Μαντείο των Δελφών, που βρισκόταν πλέον λεηλατημένο από τους θησαυρούς του και σε άθλια κατάσταση, προσφέροντας τα δώρα και τις υπηρεσίες του Αυτοκράτορά του στον ναό και λαμβάνοντας σε ανταπόδοση μία από τις τελευταίες απαντήσεις από τη δελφική Πυθία, την εξής:
Εἴπατε τῷ βασιλεῖ, χαμαὶ πέσε δαίδαλος αὐλά,
οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβην, οὐ μάντιδα δάφνην,
οὐ παγὰν λαλέουσαν, ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ.
Και σε μεταφορά στα Νέα Ελληνικά:
Πείτε στον βασιλιά, το μεγαλόπρεπο μέγαρο έπεσε στο έδαφος.
Ο Φοίβος δεν έχει πια την κατοικία του, ούτε τη δάφνη που προφητεύει,
ούτε την πηγή που μιλάει. Και το νερό που μιλάει έχει στερέψει κι αυτό.
-- Passio Artemii 96.1284.45-7, Cedrenus 1.532.8-10)
Αυτή η φράση έχει χαρακτηρισθεί ως «ένα από τα λίγα κείμενα, που υπάρχουν στην παγκόσμια φιλολογία, που ηχούν τόσο σπαρακτικά και σαν πένθιμο σήμαντρο σημαίνουν το τέλος ενός κόσμου».[7] Ωστόσο, η γνησιότητά της έχει αμφισβητηθεί έντονα από σύγχρονους ιστορικούς. Μερικοί από αυτούς τη θεωρούν εφεύρημα ενός μονοθεϊστή συγγραφέα με σκοπό να δείξει τη ματαιότητα της πίστεως του Ιουλιανού στα μαντεία των ειδωλολατρών. Άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται για παρεφθαρμένη μορφή κλήσεως για βοήθεια, διατυπωμένης με δόση υπερβολής, από ιερείς του Μαντείου ή τον ίδιο τον Ορειβάσιο, σε μορφή επιγράμματος.[8][9][10]