Γκουάβα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η γκουάβα (ισπανικά: guava· ισπανική προφορά: γουάβα) είναι γένος τροπικών θάμνων και μικρών δέντρων της οικογένειας των Μυρτοειδών. Περιλαμβάνει γύρω στα 100 είδη και είναι ιθαγενές στο Μεξικό, την Κεντρική Αμερική, τη βορειότερη Νότια Αμερική, σε μέρη της Καραϊβικής και σε μερικά μέρη της Βόρειας Αφρικής. Σήμερα καλλιεργείται σε όλες τις τροπικές περιοχές. Η γκουάβα αναφέρεται με το όνομα Psidium guajava (Ψίδιον η γουαγιάβα)[1] σε ποικίλες ιατρικές αναφορές.
Γκουάβα | ||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Γκουάβα από μήλο (Psidium guajava) | ||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||
| ||||||||||||
Eίδη | ||||||||||||
Περίπου 100, βλέπε κείμενο. | ||||||||||||
Έχουν τα τυπικά χαρακτηριστικά των Μυρτοειδών, δηλαδή σκληρά φύλλα σκούρου χρώματος, τα οποία είναι απλά και το μήκος τους φθάνει τα 15 εκατοστά. Τα άνθη τους είναι λευκά, με πέντε πέταλα και πολυάριθμους στήμονες.
Σε πολλές τροπικές περιοχές, μεταξύ των οποίων και στη Χαβάη, μερικά είδη έχουν εξελιχθεί σε ζιζάνια. Από την άλλη πλευρά, μερικά είδη είναι πολύ σπάνια και ήδη τουλάχιστον ένα από αυτά, η γκουάβα της Τζαμάικας ή P. dumetorum έχει πια εξαφανιστεί.
Τα γένη Accara και Feijoa (Φεϊζόα) (= Acca, Άκκα, γκουάβα ανανάς) είχαν συμπεριληφθεί παλαιότερα.