λογοτεχνία γραμμένη από Γάλλους και Γαλλόφωνους συγγραφείς From Wikipedia, the free encyclopedia
Η γαλλική λογοτεχνία περιλαμβάνει το σύνολο των έργων, που γράφτηκε από συγγραφείς γαλλικής εθνικότητας ή γαλλικής γλώσσας, περιλαμβάνει επίσης έργα Γάλλων στα βασκικά, βρετονικά, κ.ά.
Η λογοτεχνία που είναι γραμμένη στη γαλλική γλώσσα από συγγραφείς άλλων χωρών, όπως το Βέλγιο, η Ελβετία, ο Καναδάς, η Σενεγάλη, Αλγερία, Μαρόκο, κ.λπ., αναφέρεται σαν γαλλόφωνη λογοτεχνία.
Η ιστορία της αρχίζει τον Μεσαίωνα με τα παλαιά γαλλικά και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Οι Όρκοι του Στρασβούργου (842) είναι το πρώτο ολοκληρωμένο γνωστό κείμενο που γράφτηκε στα ρομανικά, τη γλώσσα που εξελίχθηκε στα γαλλικά. Το πρώτο κείμενο που έχει διασωθεί είναι η Ακολουθία της αγίας Ευλαλίας (μεταξύ 881 και 882). Είναι διασκευή σε 29 στίχους ενός λατινικού ποιήματος με θέμα θρησκευτικό και εκπαιδευτικό.
Τα πρώτα σπουδαία κείμενα της γαλλικής λογοτεχνίας χρονολογούνται από τα μέσα του Μεσαίωνα (11ος αιώνας), εποχή της ανάπτυξης της γεωργίας και της αύξησης του πληθυσμού μετά από περιόδους όπου κυριαρχούσαν οι επιδρομές, η ανομία και οι επιδημίες.
Το επικό άσμα ή άσμα των ανδραγαθημάτων είναι το πρώτο λογοτεχνικό είδος που αναπτύχθηκε στη Γαλλία. Πρόκειται για επικά ποιήματα με χιλιάδες στίχους, με ρίζες στην παραδοσιακή προφορική ποίηση, που προορίζονταν για να τραγουδηθούν στο κοινό. Αναφέρονται, συνδυάζοντας μύθους και ιστορικά γεγονότα, σε πολεμικά κατορθώματα του παρελθόντος και αναδεικνύουν τα ιδανικά της ιπποσύνης. Το παλαιότερο και πιο διάσημο είναι Το Άσμα του Ρολάνδου που γράφτηκε τον 11ο αιώνα, το σπουδαιότερο εθνικό έπος της Γαλλίας. Αφηγείται τα κατορθώματα του στρατού του Καρλομάγνου, τις μάχες του εναντίον των Σαρακηνών και τον θάνατο του Ρολάνδου από προδοσία (θέμα της Γαλλίας).[1]
Η πρώιμη λυρική ποίηση αναπτύχθηκε στα πλαίσια της αυλικής λογοτεχνίας από τον 12ο αιώνα στην καθομιλουμένη. Τα τραγούδια, που υμνούσαν τον αυλικό έρωτα, τα τραγουδούσαν τροβαδούροι και τρουβέροι στις αυλές των αρχόντων. Τον 13ο αιώνα, ο Παρισινός ποιητής Ρυτμπέφ (1230 – 1285) στα έργα του εξέφραζε τη ανθρώπινη αδυναμία, την αβεβαιότητα και τη φτώχεια, σε αντιπαράθεση με το επικό άσμα και τις νέες αυλικές αξίες.
Το αυλικό μυθιστόρημα, που εμφανίστηκε τον 12ο αιώνα, έχει τρία θέματα: τον πόλεμο, το υπερφυσικό και την εξύμνηση του αυλικού έρωτα. Είναι μυθιστορίες στα παλαιά γαλλικά εμπνευσμένες από έργα της αρχαιότητας (θέμα της Ρώμης) και κελτικούς μύθους (αρθουριανός κύκλος). Συχνά ενσωματώνουν ανατολικές επιρροές που οφείλονται στην επιστροφή των Σταυροφόρων. Οι ερωτικές ιστορίες έχουν σχεδόν πάντα αίσιο τέλος, εξαίρεση αποτελεί ο Τριστάνος και Ιζόλδη που αφηγείται την ιστορία ενός τραγικού έρωτα, όπως είναι γνωστή από τα έργα του Μπερούλ και του Τόμας της Βρετανίας (περ. 1170). Κυριότερος εκπρόσωπος του είδους ο Κρετιέν ντε Τρουά[2] (1135;-1190;), είναι αναμφίβολα ο πρώτος συγγραφέας της γαλλικής λογοτεχνίας. Οι μυθιστορίες του, όπως Λάνσελοτ ή ο Ιππότης του κάρου, Υβαίν ή ο Ιππότης με το λιοντάρι και Πέρσιβαλ ή Ο θρύλος του Άγιου Δισκοπότηρου είναι έργα χαρακτηριστικά του είδους. Ένα από τα πιο διάσημα έργα με θέμα τον αυλικό έρωτα είναι Η μυθιστορία του ρόδου,[3] που χρονολογείται από τις αρχές του 13ου αιώνα. Ο έρωτας υμνείται μόνο στη σύντομη αρχή του που γράφτηκε από τον Γκιγιόμ ντε Λορίς[4]. Αντίθετα, το υπόλοιπο ποίημα που συνεχίστηκε από τον Ζαν ντε Μενγκ περιέχει αποσπάσματα εκπληκτικού μισογυνισμού, ανάμεικτα με κοινωνική κριτική. Το αυλικό μυθιστόρημα, σε αντίθεση με τα επικά άσματα, απευθύνονταν στο κοινό της αυλής των αρχόντων και σύντομα εξελίχθηκε σε περίτεχνο λογοτεχνικό είδος.
Την ίδια εποχή, το Μυθιστόρημα του Ρενάρ είναι μια συλλογή ποιημάτων, που ανήκει στην κατηγορία των αλληγορικών μύθων, οι οποίοι αφηγούνται τις περιπέτειες ζώων προικισμένων με λογική. Η αλεπού, η αρκούδα, ο λύκος, ο κόκορας, ο γάτος, κ.λπ., το καθένα έχει ένα χαρακτηριστικό του ανθρώπινου χαρακτήρα: ανεντιμότητα, αφέλεια, πονηριά... Οι ανώνυμοι συγγραφείς στηλιτεύουν σ' αυτά τα ποιήματα τις αξίες των φεουδαρχικών θεσμών και την αυλική ηθική.
Τα πρώτα ιστορικά χρονικά που γράφτηκαν στα γαλλικά είναι ιστορίες των Σταυροφοριών και χρονολογούνται από το 12ο αιώνα. Μερικά από αυτά τα χρονικά, όπως αυτά του Ζαν ντε Ζουανβίλ [5] που απεικονίζουν τη ζωή του Αγίου Λουδοβίκου, έχουν επίσης ένα ηθικό σκοπό και εξιδανικεύουν μερικά από τα γεγονότα. Στη συνέχεια, τον Εκατονταετή πόλεμο (1337–1453) τον αφηγήθηκε ο Ζαν Φρουασάρ[6] (1337-1410;) σε δύο βιβλία, τα Χρονικά. Ο ποιητής Εστάς Ντεσάν, δίνει κάποιες μαρτυρίες για την κοινωνία και τη νοοτροπία κατά τη διάρκεια του Εκατονταετούς πολέμου.
Το θρησκευτικό θέατρο (λειτουργικό δράμα)[7] αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και σταδιακά ανεβάζει στη σκηνή τα Μυστήρια, δηλαδή αναπαραστατικά τμήματα της λειτουργίας για τις θρησκευτικές εορτές, αρχικά αυτές των Χριστουγέννων, του Πάσχα και της Αναλήψεως, και αργότερα περισσότερες. Αντίθετα με τα προηγούμενα λογοτεχνικά είδη που απευθύνονταν κυρίως στους ευγενείς, απευθύνεται σε μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων. Δίπλα σ' αυτό, εμφανίζεται τον 15ο αιώνα η φάρσα, που διώχθηκε σκληρά από τις θρησκευτικές αρχές.
Μετά τον Εκατονταετή πόλεμο, το έργο του ποιητή Φρανσουά Βιγιόν (1431-1463;) αντανακλά την αταξία και τη βία αυτής της εποχής. Ορφανός, ευγενούς καταγωγής και καλός μαθητής, στη συνέχεια καταδικάστηκε για ληστεία και φόνο. Το έργο του, λόγιο και λαϊκό συγχρόνως εκφράζει την εξέγερση ενάντια στις αδικίες της εποχής του.
Ο 16ος αιώνας ήταν για τη γαλλική λογοτεχνία μια από τις πιο γόνιμες και πολύπλευρες περιόδους της. Ήταν η εποχή της Γαλλικής Αναγέννησης και το τέλος του Μεσαίωνα.[8] Οι αρχές του ανθρωπισμού σημάδεψαν βαθιά τη λογοτεχνία: η επιστροφή στα αρχαία κείμενα (ελληνικά, λατινικά και εβραϊκά), η επιθυμία για γνώση, ο αδιαμφισβήτητος επικουρισμός, η ανανέωση των μορφών και των θεμάτων, τη διαφοροποίησαν από τη μεσαιωνική λογοτεχνία.
Σημαντικοί ποιητές αυτής της εποχής ήταν οι Κλεμάν Μαρό, Ζαν ντε Σποντ, Αγκριππά ντ'Ωμπινιέ και οι ποιητές της Πλειάδας, ανάμεσα στους οποίους προεξέχουν οι Πιέρ ντε Ρονσάρ και Ζοακίμ Ντυ Μπελαί.
Τα πιο σημαντικά μυθιστορήματα είναι τα έργα του Ραμπελαί και της Μαργαρίτας της Ναβάρρας.
Τα Δοκίμια του Μονταίν είναι σημαντικό έργο, που κινείται μεταξύ φιλοσοφίας και αυτοβιογραφίας. Τα Δοκίμια είναι ένα από τα πρώτα αυτοβιογραφικά γαλλικά κείμενα, πρόδρομος του είδους που ανέπτυξαν ο Ρουσσώ και άλλοι αργότερα. Η ιδέα των Δοκιμίων, οι άνθρωποι να γνωρίσουν τον εαυτό τους αλλά και να ανακαλύψουν τον Άνθρωπο, προσεγγίζει τις Εξομολογήσεις του Ζαν Ζακ Ρουσσώ, ο οποίος επιδιώκει να απεικονίσει τον άνθρωπο με τα προτερήματα αλλά και τα ελαττώματά του.
Ο 17ος αιώνας είχε δύο σημαντικά λογοτεχνικά ρεύματα που ήταν ανταγωνιστικά αλλά συγχρόνως και συμπληρωματικά: τον κλασικισμό και τη λογοτεχνία της εποχής του μπαρόκ[9]. Ανταγωνιστικά, επειδή ο κλασικισμός στη λογοτεχνία θα κυριαρχήσει πάνω στο μπαρόκ, αλλά και συμπληρωματικά, καθώς μερικοί συγγραφείς έχουν επηρεαστεί από τα δύο ρεύματα ταυτόχρονα (όπως ο Πιέρ Κορνέιγ). Από το τέλος του αιώνα εμφανίζεται στη λογοτεχνία ένα ρεύμα σκέψης, το οποίο προαναγγέλλει το Διαφωτισμό (με τον Ζαν ντε Λα Μπρυγιέρ για παράδειγμα).
Στις αρχές του αιώνα ο Ονορέ ντ' Υρφέ[10] γνώρισε μεγάλη επιτυχία με το πολύτομο μυθιστόρημα-ποταμό η Αστραία, μυθιστόρημα περιπέτειας και εν μέρει αυτοβιογραφικό, που εμφανίστηκε ανάμεσα στα 1607 και 1633. Ήταν μία από τα πιο σημαντικές επιτυχίες του αιώνα, που δεν είχε μεν συνέχεια στο είδος του βουκολικού μυθιστορήματος, άσκησε όμως σημαντική επιρροή στο μυθιστόρημα, το θέατρο (του Μολιέρου), την όπερα και τη νοοτροπία.
Τα μεγάλα ονόματα της λογοτεχνίας αυτής της εποχής είναι: Κορνέιγ, Ρακίνας, Μολιέρος, Πασκάλ, Λα Ροσφουκώ, Λα Φονταίν, Μπουαλώ, Λα Μπρυγιέρ, η Μαντάμ ντε Λαφαγιέτ, η Μαντάμ ντε Σεβινιέ, ο Καρδινάλιος του Ρετς[11].
Ο 18ος αιώνας ονομάστηκε «Αιώνας του Διαφωτισμού». Με αυτή τη μεταφορά επιδιώκει να κατοχυρώσει, μέσω του πνεύματος της Αναγέννησης και του Καρτεσιανισμού, το θρίαμβο της Λογικής πάνω στο Σκοτάδι (την άγνοια και τις προκαταλήψεις), την αναγέννηση του κριτικού πνεύματος, τη διανοητική χειραφέτηση και τον διαχωρισμό του θείου από το ανθρώπινο. Ο Διαφωτισμός ήταν ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο, αλλά οι Γάλλοι φιλόσοφοι ήταν αυτοί που διατύπωσαν με τον καλύτερο τρόπο τις ιδέες του αιώνα, και πρόσφεραν νέες αξίες που, πέρα από την γαλλική Επανάσταση, σημάδεψαν για πάντα την Ευρώπη και τον κόσμο. Οι κύριοι φιλόσοφοι του γαλλικού Διαφωτισμού είναι ο Βολταίρος, ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, ο Ντενί Ντιντερό , και ο Μοντεσκιέ.
Συγχρόνως εμφανίστηκαν συγγραφείς όπως ο Αλαίν Ρενέ Λεσάζ, ο αββάς Πρεβώ, ο Μπερναντέν ντε Σαιν-Πιέρ, ο Ρεστίφ ντε λα Μπρετόν,ο Λακλό ή ο μαρκήσιος ντε Σαντ, ενώ στο θέατρο διακρίθηκαν ιδιαίτερα ο Μαριβώ και ο Μπωμαρσαί.
Ο 19ος αιώνας είναι σημαντικός για τον αριθμό των αριστουργημάτων που δημιούργησε η γαλλική λογοτεχνία, Πέντε είναι τα κυρίαρχα ρεύματα: ο ρομαντισμός, ο παρνασσισμός στην ποίηση, ο ρεαλισμός, ο νατουραλισμός και ο συμβολισμός.
Ο ρομαντισμός Το πρώτο μισό του 19ου αιώνα είδε να ανθίζει το πιο ισχυρό, επιβλητικό και γόνιμο πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στην Ευρώπη μετά την Αναγέννηση, ο ρομαντισμός. Το ρομαντικό κίνημα, θυελλώδης αντίδραση ενάντια στις κλασικές θεωρίες, κατέκτησε τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες από το 1815 ως το 1850 και αλλάζει προσανατολισμό στη λογοτεχνία και την τέχνη τους. Ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα ο νέο-κλασικισμός βρίσκονταν στο επίκεντρο σφοδρών επιθέσεων. Οι προτιμήσεις του κοινού σταδιακά εγκατέλειψαν τον ορθολογικό τρόπο σκέψης και έκφρασης και έτειναν προς το συναίσθημα, τη φαντασία, την ονειροπόληση και το μυστήριο. Όλο και συχνότερα οι συγγραφείς δημιουργούσαν ανήσυχους ήρωες, μελαγχολικές και απογοητευμένες υπάρξεις, ενώ η ποιητική των ερειπίων και των τάφων μετατράπηκε σε πραγματικό πάθος. Οι απογοητεύσεις που βιώνει ο ρομαντικός συγγραφέας τον οδηγούν στην αναζήτηση του ιστορικού παρελθόντος, στις προσωπικές του αναμνήσεις και στη θρησκεία, ενώ τον κάνουν να βυθίζεται στην ονειροπόληση ή στη μακάβρια εμμονή του τρόμου στην αισθητική του τρόμου και του θανάτου.[12] Ο Ρομαντισμός υπήρξε το σημαντικότερο πνευματικό και καλλιτεχνικό κίνημα των αρχών του 19ου αιώνα στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Γαλλία, όπου εκπροσωπήθηκε από τους Βικτώρ Ουγκώ, Αλφρέ ντε Βινύ, Αλεξάντρ Ντουμά, Αλφρέ ντε Μυσέ, κ.ά.
Ο ρεαλισμός δημιουργήθηκε ως αντίδραση στον ρομαντισμό. Στον αντίποδα του ρομαντισμού, οι ρεαλιστές συγγραφείς παρουσιάζουν την κοινότυπη κοινωνική πραγματικότητα με λεπτομερή ακρίβεια, αμερόληπτη αντικειμενικότητα και ανεπιτήδευτο ύφος. Έτσι, αντλούν τα θέματά τους από την καθημερινή ζωή των αστών ή του λαού, οριοθετούν με ιστορική ακρίβεια τον χρόνο και τον χώρο δράσης και παρουσιάζουν του ήρωές τους ως άτομα με πλήρη προσωπικότητα. Η εμβάθυνση στον ψυχικό κόσμο, στις ενδόμυχες σκέψεις και τις συναισθηματικές παλινδρομήσεις τους, προκύπτει απ’ αυτήν ακριβώς την ανάγκη για αληθή απεικόνιση του ατόμου μέσα σε προσδιορισμένες συνθήκες.[13] Κύριοι εκπρόσωποι οι Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Γκυστάβ Φλωμπέρ, και άλλοι.
Ο παρνασσισμός είναι η ρεαλιστική έκφραση στην ποίηση κατά το β’ μισό του 19ου αιώνα. Η παρνασσιακή ποίηση χαρακτηρίζεται γενικά ως αντικειμενική, περιγραφική, ζωγραφική και πλαστική. Τα πράγματα περιγράφονται όπως ακριβώς είναι και όχι σε σχέση με τα συναισθήματα που γεννούν στον ποιητή, τις εντυπώσεις που προκαλούν ή το συμβολισμό τους. Κύριος εκπρόσωπος είναι ο Τεοφίλ Γκωτιέ, ο οποίος με τη θεωρία «η τέχνη για την τέχνη» διακήρυξε την ανεξαρτησία της τέχνης από κάθε ηθική ή κοινωνική σκοπιμότητα.
Ο νατουραλισμός στη λογοτεχνία αποτέλεσε προέκταση της παράδοσης του ρεαλισμού και απέβλεπε σε μια ακόμη πιο πιστή, μη επιλεκτική παρουσίαση της πραγματικότητας, ως ένα αληθινό «κομμάτι της ζωής», που έπρεπε να δίνεται χωρίς καμιά κρίση ηθικού χαρακτήρα. Σαν αισθητικό κίνημα πρωτοεμφανίστηκε στη Γαλλία και ο βασικός εκπρόσωπός του ήταν ο Εμίλ Ζολά.
Ο συμβολισμός υπήρξε εκείνο το λογοτεχνικό ρεύμα του 19ου αι. το οποίο προέκυψε ως αντίδραση στο στόμφο του ρομαντισμού, στην αντικειμενικότητα και την άψογη καλλιέργεια του στίχου του παρνασσισμού, της ψυχρής περιγραφής της φύσης, του αστικού τοπίου και της σκοπιμότητας του νατουραλισμού αλλά και της «τελειότητας» του κλασικισμού. Το κύριο χαρακτηριστικό του συμβολισμού είναι η μέσω της τέχνης επίτευξη της «βαθύτερης ενότητας του κόσμου». Και επεδίωκαν την ενότητα αυτή του παντός με μέσα – βεβαίως αυθόρμητα – την άκρα αισθαντικότητα και εσωτερικότητα, τη σκοτεινότητα, τη ρευστότητα, τη μουσικότητα. Αυτές οι ιδιότητες δεν ήταν δυνατόν να αποδοθούν παρά με σύμβολα που εκφράζονται υποβλητικά, με εικόνες, ιδέες και μία άκρα αρμονία.[14] Κύριοι εκπρόσωποι οι: Ζαν Μορεάς, Στεφάν Μαλαρμέ, Αρτύρ Ρεμπώ, Πωλ Βερλαίν, Σαρλ Μπωντλέρ.
Η γαλλική λογοτεχνία του 20ού αιώνα έχει επηρεασθεί ανεξίτηλα από τις ιστορικές, πολιτικές, ηθικές και καλλιτεχνικές κρίσεις. Το λογοτεχνικό ρεύμα που χαρακτήρισε αυτόν τον αιώνα είναι ο σουρεαλισμός, που επηρέασε κυρίως την ποίηση (Αντρέ Μπρετόν, Ρομπέρ Ντεσνός, Πωλ Ελυάρ...), αλλά επίσης και ο υπαρξισμός (Γκαμπριέλ Μαρσέλ, Ζαν-Πωλ Σαρτρ), που εκπροσωπεί μια νέα φιλοσοφία (Ο υπαρξισμός είναι ανθρωπισμός Ζαν-Πωλ Σαρτρ)[15]. Η κύρια πηγή έμπνευσης για τους καλλιτέχνες αυτού του αιώνα, έχει σχέση με τις πολιτικές συγκρούσεις της εποχής. Ο πόλεμος είναι, συνεπώς, παρών τόσο στην ποίηση όσο και στο μυθιστόρημα.
Σ' αυτόν τον αιώνα, ο Μαρσέλ Προυστ εμφανίζεται ως ο τελευταίος μεγάλος Γάλλος συγγραφέας. Η μόνη σύγκριση μπορεί να γίνει με τον Λουί-Φερντινάν Σελίν, στο σημαντικό ρόλο που έχει παίξει στην ανανέωση της αφήγησής του. Με μια προσέγγιση πιο κοντά στην πραγματικότητα του δρόμου, τη δημιουργία μιας καινοτόμου γλώσσας αναμεμειγμένης με την αργκό, θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους Γάλλους συγγραφείς του αιώνα μας και έχει επηρεάσει πολλούς συγγραφείς, όπως τους Αγγλοσάξονες Γουίλιαμ Μπάροουζ, Χένρυ Μίλερ, κ.λπ.
Στη δεκαετία του ΄50 εμφανίζεται το Νέο Μυθιστόρημα, θεμελιωμένο θεωρητικά από τον Αλαίν Ρομπ-Γκριγιέ στο Για ένα νέο μυθιστόρημα. Δεν αφορούσε αρχικά παρά μόνο λίγους συγγραφείς, αλλά ενέπνευσε αργότερα μια ολόκληρη γενιά συγγραφέων που συνεργάζονται με τις Εκδόσεις Éditions de Minuit, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι Ζαν Εσενό, Ζαν-Φιλίπ Τουσαίν, Τανγκί Βιελ, Κριστιάν Οστέρ, Λοράν Μοβινιέ, Κριστιάν Γκαιγί. Μετά από αυτό, κανένα νέο κίνημα δεν έχει αναδυθεί αλλά ρεύματα ή ομάδες εργασίας, όπως το OuLiPo (Ouvroir de littérature potentielle), Εργαστήριο δυνητικής λογοτεχνίας, που δημιούργησε ο Ρεϊμόν Κενώ και ο μαθηματικός Φρανσουά Λε Λιοναί (και σήμερα συγγραφείς όπως ο Ρουμπώ, Φουρνέλ, Ζουέ και Λε Τελιέ) ή η Νέα Μυθοπλασία (la Nouvelle Fiction), όπου συμμετέχουν συγγραφείς όπως ο Υμπέρ Αντά, ο Φρεντερίκ Τριστάν ή ο Ζωρζ-Ολιβιέ Σατωρενώ.
Από τη δεκαετία του ΄70 αρκετοί συγγραφείς πειραματίστηκαν με την αυτομυθοπλασία, όπως ονομάστηκε από τον Σερζ Ντουμπροβσκί το νέο είδος αυτοβιογραφίας με προσθήκη πλασματικών στοιχείων. Ωστόσο, είναι δύσκολο να συγκεντρωθούν κάτω από την ίδια ετικέτα μια σειρά από συγγραφείς με ευαισθησίες, καλλιτεχνικές προσεγγίσεις και περιβάλλοντα που είναι μερικές φορές ανταγωνιστικά. Αυτό είναι ένα από τα επιχειρήματα των επικριτών αυτής της λογοτεχνίας που τη θεωρούν υπερβολικά εσωστρεφή και διανοουμενίστικη και η οποία, από καθαρά επιχειρηματική άποψη, φαίνεται να βρίσκει μικρή απήχηση στο εξωτερικό.
Στη συνέχεια του μυθιστορήματος της γαλλικής υπαίθρου του 19ου αιώνα, μια εκπρόσωπος του οποίου ήταν η Γεωργία Σάνδη, η λογοτεχνία της γαλλικής υπαίθρου συνέχισε να εκπροσωπείται από συγγραφείς όπως ο Πιερ-Ζακέ Ελιάς (Το Άλογο της περηφάνιας) και ο Ανρί Βανσενό στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Αυτό το είδος συνεχίζει να αναπτύσσεται από συγγραφείς όπως ο Ζαν Ανγκλάντ ή ο Ζαν-Πωλ Μαλαβάλ.
Τα πιο σημαντικά λογοτεχνικά κινήματα ήταν:
Η γαλλική λογοτεχνία, στην αρχή του 21ου αιώνα, επανέρχεται σε πιο παραδοσιακές μορφές, σε αντίθεση με την αφθονία και τις καινοτομίες του 20ού αιώνα. Αν και είναι δύσκολο σήμερα να προσδιορίσουμε τι μπορεί να λέγεται λογοτεχνικό κίνημα, μπορούμε όμως να εντοπίσουμε τις τάσεις, χωρίς να είμαστε εξαντλητικοί.
Η αυτομυθοπλασία: Ο Σερζ Ντουμπροφσκί, δημιουργός αυτού του νεολογισμού, θεωρεί την Κολέτ σαν την πρωτοπόρο αυτής της αυτομυθοπλασίας, λογοτεχνικό ρεύμα που είχε γνωρίσει από την αρχή αυτού του αιώνα επιτυχία στο κοινό και στην κριτική. Αλλά αυτή η έννοια της αυτομυθοπλασίας απέχει πολύ από το να είναι ομοιογενής, "επειδή η ακριβής φύση της σύνθεσης (της αυτοβιογραφίας και της μυθοπλασίας) υπόκειται σε ερμηνεία", ωστόσο είναι δυνατό να διακριθούν μερικά είδη :
Ο μαγικός ρεαλισμός διακρίνεται από τις αρχές του 21ου αιώνα και εκπροσωπείται από συγγραφείς όπως η Μαρί Ν'Ντιαί, η Βερονίκ Οβαλντέ ή η Συλβί Ζερμαίν.
Η έννοια του μινιμαλισμού ή του διασκεδαστικού μυθιστορήματος: "κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, ο όρος μινιμαλισμός εμφανίστηκε και στη συνέχεια γρήγορα διαδόθηκε για να χαρακτηρίσει συγγραφείς που είχαν μια κοινή κληρονομιά (το Νέο Μυθιστόρημα)."[19] Μια ολόκληρη γενιά συγγραφέων συγκεντρωμένη σήμερα στις Εκδόσεις Éditions de Minuit , μεταξύ των οποίων οι Ζαν Εσενόζ, Ζαν-Φιλίπ Τουσσαίν, Λωράν Μωβινιέ, Ερίκ Σεβιγιάρ. Αν η ιδέα του μινιμαλισμού είναι ακόμη υπό συζήτηση, η έννοια του μινιμαλισμού χαρακτηρίζεται, σύμφωνα με τον Μαρκ Νταμπρ, από ένα "καταστασιακό παιχνίδι", μία "νέα-γοητεία χωρίς την ψευδαίσθηση του κόσμου", μία "αναζήτηση νέας αφηγηματικής ακολουθίας", την αυξημένη παρουσία του αστείου, την απόσταση από τη δυσαρμονία και τον τρόπο να δοθεί βαρύτητα στις λέξεις. Κοινά χαρακτηριστικά,που ώθησαν τον Ολιβιέ Μπεσάρ-Μπανκύ να προτείνει το όνομα του Διασκεδαστικό μυθιστόρημα στην ομάδα αυτών των συγγραφέων, βρίσκοντας την ευκαιρία να διαχωρίσει το μινιμαλισμό από τη διασκεδαστική λογοτεχνία: "Η αίσθηση του παιχνιδιού είναι πράγματι σ'αυτούς πιο σημαντική από τον πειρασμό του ελάχιστου. [...] Γι 'αυτό η ταμπέλα του μινιμαλισμού — αν αυτό έχει κάποιο νόημα — θα πρέπει να διατηρηθεί σε βιβλία του ελάχιστου, που διεκδικούν προφανώς μια απόλυτη λιτότητα"
Η υπόθεση του θετικού μινιμαλισμού: Έννοια που δημιουργήθηκε από τον Ρεμί Μπερτράν, στο δοκίμιό του, ο Φιλίπ Ντελέρμ και ο θετικός μινιμαλισμός, και ορίζει μια " λογοτεχνία με βάση την ευτυχία σε καθημερινή βάση ". Ένα όραμα της γραφής και της ζωής φαίνεται, επομένως, με σαφήνεια. Πρόκειται για να "καθορίσουμε τις προϋποθέσεις για τη δυνατότητα συγγραφής της καθημερινής ζωής", να απαλλάξουμε "την καθημερινότητα και την ευτυχία από τις δεσμεύσεις της ελπίδας" θεμελιώνοντας αυθόρμητα μια ολιστική ηθική του τετριμμένου, και αυτό, σε μια "σύντομη μορφή". Κάτω από αυτό το λάβαρο του θετικού μινιμαλισμού ο Μπερτράν συγκεντρώνει αρκετούς συγγραφείς : Φιλίπ Ντελέρμ, Μπομπέν, Ζαν-Πιερ Οστάντ, Πιέρ Μισόν, όλοι " ποιητές των απλών απολαύσεων ". Θα πρέπει εν τούτοις να σημειωθεί ότι αυτή η έννοια του θετικού μινιμαλισμού αμφισβητήθηκε από ένα τμήμα των επαγγελματιών του χώρου, κυρίως από τον Πιέρ Ζουρντ: "να ενώσουμε τους συγγραφείς του ίδιου τύπου όπως ο Ντελέρμ σε μία σχολή, με λίγα λόγια, να το ανυψώσουμε όλο αυτό σε λογοτεχνικό φαινόμενο οδηγεί στο να ενθαρρύνουμε την τρέχουσα εξέλιξη της λογοτεχνίας της άνεσης."
Λογοτεχνία γραμμένη στη γαλλική γλώσσα υπάρχει σε πολλές χώρες, σε πολλές ηπείρους.
Η Αναγέννηση και το άνοιγμα στους καινούργιους πολιτισμούς, άμεσο αποτέλεσμα των μεγάλων ανακαλύψεων, σε καμία περίπτωση δε σηματοδότησαν μια αλλαγή στη θεώρηση της Δύσης απέναντι στην Ανατολή και τους μουσουλμάνους. Ο επίσκοπος του Σαλόν-συρ-Σον Ζαν-Ζερμαίν, σύγχρονος της άλωσης της Κωνσταντινούπολης, δεν εγκατέλειψε τους μεσαιωνικούς κανόνες δια-θρησκευτικών συζητήσεων. Στο βιβλίο του Συζήτηση του Χριστιανού και του Σαρακηνού αντιπαραθέτει ένα μουσουλμάνο και ένα χριστιανό σε μια συζήτηση όπου ο καθένας υπερασπίζεται την πίστη του. Μέσα από τα κείμενά του ο Ζαν Ζερμαίν επιχειρεί να παράσχει τα θεολογικά επιχειρήματα που να δικαιολογούν μια νέα σταυροφορία κατά των Τούρκων. Στο ίδιο πνεύμα, ο Ιωάννης της Σεγκόβια, καρδινάλιος που είχε αποσυρθεί σε ένα μοναστήρι της Σαβοΐας επιχείρησε μια νέα μετάφραση του Κορανίου σε τρεις γλώσσες, αραβικά, καστιλιάνικα και λατινικά, και αυτό δύο αιώνες μετά τον Πέτρο τον Σεβάσμιο. Παρόλο που το έργο του έχει χαθεί, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι, σε αντίθεση με πολλούς συγγραφείς της εποχής που παρήγαγαν έργα σαφώς αντι-ισλαμικά, ο πρωταρχικός σκοπός του Ιωάννη της Σεγκόβια ήταν η αλλαξοπιστία των Tούρκων. Στα 1486, ο μοναχός Μπέρνχαρντ φον Μπρέιντενμπαχ δημοσίευσε ιστορίες όπου ενθάρρυνε την προώθηση των σταυροφοριών, εκθείαζε τους προηγούμενους βασιλιάδες και ανακοίνωσε διάφορες προφητείες για την επιστροφή των χριστιανών στην Ανατολή. Είναι επίσης μία από τις πρώτες φορές που λατίνος συγγραφέας δημοσίευσε μια σειρά μαθημάτων σχετικά με το αραβικό αλφάβητο, δείχνοντας έτσι μια συγκρατημένη έλξη της Δύσης προς την αραβική γλώσσα. Ευγενείς, όπως ο βασιλιάς Ρενέ ντ'Ανζού είναι ένα παράδειγμα άντρα ανώτερου περιβάλλοντος που ενδιαφέρθηκε για τον αραβικό πολιτισμό.
Έναν αιώνα αργότερα, η γαλλο-οθωμανική συμμαχία αλλά και οι Θρησκευτικοί πόλεμοι άφησαν τα ίχνη τους στο επίπεδο της λογοτεχνίας. Οι προτεστάντες, στον απόηχο της σφαγής της Νύχτας του Αγίου Βαρθολομαίου, δε δίστασαν να συγκρίνουν τη γαλλική μοναρχία με την οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία στη συλλογική φαντασία αποτελούσε το κατ'εξοχήν υπόδειγμα τυραννίας. Η καθολική πλευρά κατηγορούσε τους προτεστάντες ότι έχουν υιοθετήσει μια συγγενική μορφή του ισλάμ, λόγω της άρνησης της λατρείας των αγίων και θρησκευτικών εικόνων ή για το θέμα του Προκαθορισμού. Στα 1576 ένα έργο που προήλθε από ένα κίνημα συμφιλιωμένων ευγενών και των δύο ομολογιών (καθολικοί και προτεστάντες) πήγε ακόμη πιο μακριά ώστε να άφηναν να διαφαίνεται ότι με τη γαλλο-οθωμανική συμμαχία, υπήρχε κίνδυνος η Γαλλία να γίνει μια επαρχία της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Τούρκος εκεί συνεχώς περιγράφονταν σαν κακός, σκληρός και αδιάλλακτος και ότι το σχέδιό του από αυτή τη συμμαχία ήταν να φέρει το νόμο του στη Γαλλία, να καταργήσει τους ευγενείς, και να απαιτήσει ολοκληρωτική υποταγή στον σουλτάνο από το σύνολο των Γάλλων. Οι καθολικοί ιεραπόστολοι που στέλνονταν έξω στον κόσμο ανέφεραν κι αυτοί επίσης, πολλές διηγήσεις το ίδιο σκοτεινές. Ο μουσουλμάνος θεωρούνταν ως βασανιστήριο του χριστιανού, και, όπως και στη λογοτεχνία του Μεσαίωνα, θεωρούσαν ότι το ισλάμ στο σύνολό του στρέφονταν κατά του χριστιανισμού, οι δε σπάνιες αρετές που του αποδίδονταν ήταν στο πλαίσιο του αγώνα κατά του χριστιανισμού.
Ωστόσο, υπήρξαν επίσης και κάποιοι που προσπάθησαν να δώσουν μια διαφορετική άποψη. Αυτή ήταν η περίπτωση των εξερευνητών ή πλούσιων επιχειρηματιών που πήγαν στην Ανατολή και επέστρεψαν με ιστορίες εντελώς διαφορετικές. Το 1655, ο Ζαν ντε Τεβνό έφυγε για δύο χρόνια για την Τουρκία και τους Αγίους Τόπους και διέσχισε τη Συρία και την Αιθιοπία. Περιέγραψε τους Τούρκους ως αδαείς και το σουλτάνο ως τύραννο αλλά αναγνώριζε ότι είναι πιο ανεκτικοί και πιο γενναιόδωροι από τους χριστιανούς, και φτάνει στο συμπέρασμα ότι σε περίπτωση αλλαξοπιστίας ένας Τούρκος θα μπορούσε να είναι ένας πολύ καλός χριστιανός. Στο ίδιο μοτίβο και ο Ταβερνιέ, ένας έμπορος, προτεστάντης, πρόσφυγας στην Ελβετία μετά την ανάκληση του διατάγματος της Νάντης, που έκανε πολλά ταξίδια στην Ανατολή και του οποίου οι ιστορίες συγκεντρώθηκαν στο βιβλίο Τα Έξι ταξίδια...στην Τουρκία, την Περσία και την Ινδία, που κυκλοφορούσε για σχεδόν τρεις αιώνες. Η έλξη προς την Ανατολή ώθησε τον Αντουάν Γκαλάν να μεταφράσει από το 1704 έως το 1717 τις ιστορίες από Τις Χίλιες και Μία Νύχτες που ακόμα κυκλοφορούν σήμερα και που θα μπορούσε πιθανότατα να έχουν εξαφανιστεί εντελώς, χωρίς τη μετάφρασή του.
Όλες οι ιστορίες, όμως, είχαν ένα κοινό σημείο, την κριτική που ασκούσαν στο πολιτικό σύστημα, το τουρκικό ή το περσικό. Ο σουλτάνος ήταν ένας ηγέτης ο οποίος είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στα άτομα, που του όφειλαν συνολικά υπακοή. Σ' αυτό το πλαίσιο της οιονεί δουλείας οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να απελευθερωθούν μόνοι τους, και στις μεγάλες μέρες της γαλλικής Επανάστασης και την παραμονή του αποικισμού, συγγραφείς όπως ο Βολνέ στα Ερείπια ζητούσαν την πτώση του σουλτάνου, το σύμβολο του απόλυτου μονάρχη που έπρεπε να ανατραπεί.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.