Αϋπνία
το να θέλει κανείς να κοιμηθει και να μην μπορει / From Wikipedia, the free encyclopedia
Η αϋπνία είναι μια διαταραχή του ύπνου στην οποία οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αποκοιμηθούν[1]. Μπορεί να έχουν δυσκολία να κοιμηθούν ή να παραμείνουν κοιμισμένοι για όσο επιθυμούν. Η αϋπνία ακολουθείται συνήθως από υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας, χαμηλή ενέργεια, ευερεθιστότητα και καταθλιπτική διάθεση. Μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο αυτοκινητιστικών ατυχημάτων, καθώς και σε προβλήματα συγκέντρωσης και εκμάθησης. Η αϋπνία μπορεί να είναι βραχυπρόθεσμη όπου διαρκεί ημέρες ή εβδομάδες, ή και μακροχρόνια όπου μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από ένα μήνα. Η αϋπνία μπορεί να εμφανιστεί ανεξάρτητη ή ως αποτέλεσμα κάποιου προβλήματος[2]. Οι συνθήκες που μπορούν να οδηγήσουν σε αϋπνία περιλαμβάνουν ψυχολογικό στρες, χρόνιο πόνο, καρδιακή ανεπάρκεια, υπερθυρεοειδισμό, καούρα, σύνδρομο ανήσυχων ποδιών, εμμηνόπαυση, ορισμένα φάρμακα και ουσίες όπως η καφεΐνη, η νικοτίνη και το αλκοόλ. Άλλοι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν τις νυχτερινές βάρδιες και την άπνοια ύπνου. Η διάγνωση βασίζεται στις συνήθειες ύπνου και σε μια εξέταση για να διερευνηθούν υποκείμενες αιτίες. Μία μελέτη του ύπνου μπορεί να πραγματοποιηθεί για να αναζητηθούν υποκείμενες διαταραχές. Ο έλεγχος μπορεί να γίνει με δύο ερωτήσεις: "αντιμετωπίζετε δυσκολία στο να κοιμηθείτε;" και "δυσκολεύεστε να πέσετε για ύπνο ή να παραμείνετε κοιμισμένοι;".
Η ενσωμάτωση ενός υγιή ύπνου και οι αλλαγές στον τρόπο ζωής είναι συνήθως η πρωταρχική θεραπεία για την αϋπνία. Ένας υγιής ύπνος περιλαμβάνει μία συνεπή ώρα ύπνου, έκθεση στο ηλιακό φως, ένα ήσυχο και σκοτεινό δωμάτιο και τακτική άσκηση. Μπορεί επίσης να προστεθεί γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία[3]. Ενώ τα υπνωτικά χάπια μπορούν να βοηθήσουν, συσχετίζονται με τραυματισμούς, άνοια και εθισμό. Αυτά τα φάρμακα δεν συνιστώνται για περισσότερο από τέσσερις ή πέντε εβδομάδες[4]. Η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια της εναλλακτικής ιατρικής είναι ασαφής.