Αντιψυκτικό
Προσθετική ουσία που προστίθεται σε υφρό για να ταπεινώσει το σημείο πήξης του / From Wikipedia, the free encyclopedia
Το αντιπηκτικό είναι χημική ουσία που προστίθεται σε ένα υγρό (που συνηθέστερα είναι νερό ή κάποιο υδατικό διάλυμα) για να μειώνει τη θερμοκρασία πήξης του. Τα αντιπηκτικά μίγματα χρησιμοποιούνται για να επιτύχουν ταπείνωση της θερμοκρασίας πήξης για ψυχρά περιβάλλοντα, ενώ επίσης ταυτόχρονα επιτυγχάνουν και την αύξηση της Θερμοκρασίας βρασμού, οπότε επιτρέπεται η χρήση ψυκτικού υγρού και σε υψηλότερες θερμοκρασίες από την κανονική θερμοκρασία βρασμού του. Οι θερμοκρασίες τήξης και βρασμού είναι προσθετικές ιδιότητες, δηλαδή εξαρτώνται από τη συγκέντρωση διαλυμένων ουσιών. Επειδή το νερό έχει καλές ιδιότητες ως ψυκτικό, μίγματα νερού - αντιπηκτικού χρησιμοποιείται σε κινητήρες εσωτερικής καύσης και άλλες εφαρμογές μεταφοράς θερμότητας, όπως για παράδειγμα οι ηλιακοί θερμοσίφωνες και τα καλοριφέρ. Ο (κύριος) σκοπός της χρήσης αντιπηκτικών είναι να εμποδιστούν οι ζημιές που προκύπτουν από τη διαστολή του νερού όταν αυτό παγώνει. Σε εμπορικά σκευάσματα, τόσο κάθε καθαρό (πραγματικό) αντιπηκτικό, όσο και διάφορα διαλύματα αυτού αναφέρονται εξίσου ως «αντιπηκτικά» (antifreeze), χωρίς διάκριση. Αυτό εξαρτάται από τις ετικέτες τους. Η προσεκτική επιλογή σωστού αντιπηκτικού μπορεί να επιτρέψει μεγάλο εύρος θερμοκρασιών για τη λειτουργία των συσκευών στις οποίες εφαρμόζεται, γιατί επιτρέπει στο ψυκτικό τους να παραμένει υγρό και επομένως λειτουργικό στην λειτουργία του, ως μέσο μεταφοράς θερμότητας. Αυτό ισχύει για κάθε είδους συσκευές που βασίζονται σε εναλλακτήρες θερμότητας.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Άλατα χρησιμοποιούνται πολλές φορές ως αποπαγωτικά, αλλά τα διαλύματα αλάτων δε χρησιμοποιούνται ως αντιπηκτικά σε ψυκτικά συστήματα, γιατί προκαλούν σημαντικές διαβρώσεις στα μέταλλα των χρησιμοποιούμενων αγωγών και δεξαμενών. Προτιμούνται μη διαβρωτικά αντιπηκτικά, συχνά σε κρίσιμες εφαρμογές, όπως η αποπάγωση των πτερύγων των αεροσκαφών.